Τα τρακτέρ έφταναν απ’ το δρόμο και προχωρούσαν στα χωράφια, μεγάλα ερπετά που περπατούσαν σαν τα έντομα, με την απίστευτη δύναμη των εντόμων. Σέρνονταν σαν φίδια στο χώμα, χάραζαν τα χνάρια και ξαναγύριζαν πάνω σ’ αυτά. Τρακτέρ ντήζελ που κοντανάσαιναν σαν αναπαύονταν, ξεκίναγαν μ’ ένα θόρυβο σαν τη βροντή του κεραυνού που σιγά-σιγά γινόταν μια βαρειά βοή.
Πλατσομουρικά τέρατα που ανασήκωναν το χώμα, χώναν μέσα τη μουσούδα τους, ίσιαζαν τα χωράφια, τα όργωναν απ’ όλες τις μεριές, περνούσαν από πάνω απ’ τους φράχτες, μπαίνανε ολόισια μέσα στις σούδες. Δεν κύλαγαν πάνω στο χώμα, αλλά πάνω στο δρόμο που θέλανε εκείνα. Δεν ξέρανε τι πάει να πει πλαγιές και σούδες, νερό, φράχτες σπίτια.
Ο άνθρωπος που καθόταν πάνω στο σιδερένιο κάθισμά του δεν είχε ανθρώπινη όψη∙ με γάντια, γυαλιά, καουτσουκένια μάσκα που του σκέπαζε τη μύτη και το στόμα, ήταν ένα με το τέρας, ένα ρομπότ θρονιασμένο στο κάθισμά του. Η φωνή των κυλίντρων έκανε ν’ αντιβουίζει ο κάμπος και γινόταν ένα με τον αέρα και τη γη κι όλα γη και αέρας τραντάζονταν όλα μαζί. Ο οδηγός ήταν ανήμπορος να το διαφεντέψη…τραβούσε ολόϊσια κατά το κάμπο, περνούσε μέσα απ’ τις φέρμες και ύστερα απ’ τον ίδιο δρόμο ζευγάριζε πίσω. Με μια τιμονιά θα μπορούσε να αλλάζη δρόμο, μα τα χέρια του οδηγού δεν μπορούσαν να το οδηγήσουν, γιατί το τέρας που είχε φτιάσει το τρακτέρ, το τέρας που είχε ξαμολύσει ελεύθερο το τρακτέρ είχε βρει τον τρόπο να εξουσιάζη και τα χέρια του οδηγού, το μυαλό του, τα νεύρα του, του είχε φράξει τα μάτια με γυαλιά, τον είχε φιμώσει… του είχε παραλύσει το πνεύμα του, είχε δέσει τη γλώσσα του, είχε παραλύσει τις αισθήσεις του, είχε βουλώσει τις διαμαρτυρίες του. Δεν μπορούσε πια να βλέπη τη γη όπως ήτανε, δεν μπορούσε να νοήση εκείνο που ένοιωθε η γη· τα πόδια του δεν μπορούσαν να πατήσουν το σβολιασμένο χώμα ούτε να νοιώσουν τη ζέστα και τη δύναμη της γης. Καθόταν στο σιδερένιο κάθισμα και τα πόδια πάνω στα σιδερένια πετάλια. Θα μπορούσε να υμνήση, να καταφρονέση, να καταραστή, να στεριώση πέρα πέρα τη δύναμη του, και για τούτο ούτε να περηφανευτή μπορούσε, ούτε να τιμωρηθή, ούτε να καταραστή ή να εμψυχώση τον ίδιον τον εαυτό του. Δεν ήξερε, δεν εξουσίαζε, δεν ικέτευε τη γη. Δεν έτρεφε καμμιά πίστη σ’ αυτήν. Αν ένας σπόρος δε φύτρωνε, δεν τον ένοιαζε. Αν τα καινούργιο φυτρωμένα βλαστάρια μαραίνονταν απ’ τη ξέρα ή πνίγονταν απ’ τις κατεβασιές αυτό λίγο τον έμελλε τον οδηγό όπως και το τρακτέρ.
Δεν αγαπούσε τη γη όπως ούτε κι η τράπεζα αγαπούσε τη γη. Μπορούσε να θαυμάζη το τρακτέρ…τα γυαλυστερά του πλευρά, την δύναμη της ορμής του και το βουητό των κυλίνδρων του αλλά το τρακτέρ δεν ήταν δικό του. […] Κι όταν αυτή η σοδειά φύτρωνε και θεριζόταν κανένας άνθρωπος δεν έτριβε ανάμεσα στις παλάμες του έναν ζεστό σβώλο χώμα και δεν το άφηνε να τρέξη στη γη, ανάμεσα απ’ τα δάχτυλα του. Κανένας δεν άγγιζε το σπόρο, ούτε θερμοπαρακάλαγε μέσα του για ν’αυξήνη και να δυναμώση. Κι οι άνθρωποι έτρωγαν εκείνο που δεν τώβγαζαν οι ίδιοι, τίποτε δεν τους έδενε με το ψωμί τους. Η γη γεννοβολούσε με τα σίδερα και σιγά σιγά αργοπέθαινε κάτω απ’ αυτά τα σίδερα· γιατί κανένας ούτε την αγαπούσε, ούτε τη μισούσε, ούτε την ικέτευαν ούτε την καταριώνταν.
Απόσπασμα από «Τα σταφύλια της οργής», Τζων Στάινμπεκ