Πνιγμός μιας ανάσας
Αγέρα μου, θαλασσινέ αγέρα μου,/ που τα καράβια σπρώχνεις γρήγορα
στο φουσκωμένο κύμα,/ που θα με πας τη δύστυχη….
Εκάβη, Ευριπίδης
Αυτός που έφυγε
ταξίδι απροσδόκητο,/ γεννήθηκε όπως κι εσύ,
μες απ’ της ηδονής την κραυγή/του πόνου το ουρλιαχτό
το ξέσπασμα του λυγμού,
κι όμως τον σκότωσες.
Ήθελε κι αυτός ν’ ονειρευτεί
κάτω απ’ ουρανό πιο φωτεινό/όπως κι εσύ
κι όμως τον σκότωσες.
Τις νύχτες του χειμώνα
η ανάσα της μάνας/τον ζέσταινε/όπως κι εσένα
κι όμως τον σκότωσες.
Ήθελε κι αυτός
να νοιώσει τη χαρά/ που η χαρά προσφέρει
σαν φωτίζει νύχτες/ μεγάλης αγρύπνιας.
Κι αυτός
ποθούσε τη λύτρωση να χαρεί/που αφειδώλευτα το νερό
προσφέρει σε χείλη αξεδίψαστα,
ζωντανούς χυμούς όταν ρουφάνε,/όπως κι εσύ λαχταράς/
κι όμως τον σκότωσες.
Ήθελε κι αυτός
στους μεγάλους δρόμους να βαδίσει,
της γνώσης την καρδιά να κερδίσει.
Τείχη να γκρεμίσει/ χαμόγελα να χτίσει
τη διαδρομή του αίματος/κάτω από σάρκα ροδακινιά
να ψηλαφίσει,/ όπως ακριβώς κι εσύ
κι όμως τον σκότωσες.
Ήθελε κι αυτός
σε κάποιο έρημο ακρογιάλι
στη φρεσκοβρεμένη άμμο να χαράξει/ εκείνα τα τα προαιώνια σχήματα
που ο ποιητής έρωτας υπαγορεύει,/όπως κι εσύ ποθείς
κι όμως τον σκότωσες.
Ήθελε κι αυτός
αγαλλίαση να νοιώθει/κάθε φορά
που των δακτύλων οι ρόγες/ χαϊδεύουν νιόβγαλτα βλαστάρια
σε απέριττη αυλή,/ όπως κι εσύ θαρρώ,
κι όμως τον σκότωσες.
Κι αυτός ονειρευόταν
την υπέροχη στιγμή,/κουρασμένος
απ’ της μέρας τον κάματο/το κατώφλι του σπιτιού
να διαβαίνει/ και δυο αγγελόμορφες μαυρομαλλούσες
στους ώμους του ν’ αναρριχώνται/ περίσσια την αγάπη
στο κορμί και στην καρδιά ν’ απλώνουν,
έτσι κι εσύ θα το ‘θελες ,
κι όμως τον σκότωσες.
Ήθελε κι αυτός τόσο πολύ,
κι εσύ άλλωστε,/ καθισμένος στη φιλόξενη
γωνιά του σπιτιού/ απέναντι απ’ του τζακιού την ονειροπλασία
δρόμους καινούργιους να ξανοίγει/ αντάμα με τις γέννες του,
κι όμως τον σκότωσες.
Φυγάς θανάτου
φόρτωσε την ελπίδα/ στα σπλάχνα νταλίκας,
σύρθηκε/ κάτω από αγκάθινους φράκτες,
βάδισε δρόμους γυμνούς/ σαν της σελήνης
τη νεκρή επιφάνεια.
Σκαρφάλωσε
κακοτράχαλα ανηφόρια/με συντροφιά
το αλύχτισμα του σκύλου.
Κι οι βλαστήμιες,/βροντές απρόσμενες
στη σκυθρωπή σκοτεινιά.
Έτσι άγρια σπάζουν οι μέρες του
-πέτρες λατομείου-
βίαια αποκολλημένες απ’ τις εστίες τους.
Έπεφτε.
Σηκωνόταν./ Μια πληγή το κορμί.
Ένα κεφάλι καζάνι/ανελέητοι υδρατμοί
τα τοιχώματα πολιορκούν.
Η διαφυγή
μονοπάτι αόρατο/ κι όμως έμεινε όρθιος
ακόμα ανάπνεε/ χωρίς όνομα
δίχως ταυτότητα,/μόνο εφόδιο
ο στεναγμός της ανάμνησης/μιας χαμένης ζωής.
Το δέρμα ζυμωμένο/λάσπη κι άνεμο
τα μαλλιά ποτισμένα/βροχή κι ομίχλη
ανάμεσα σε δόντια σφιγμένα
ματωμένες σάρκες της θέλησης
την πείνα του στομώνουν.
Να φτάσει/ Φως λυτρωτικό ν ‘ αντικρύσει.
Στου ουρανού τα βάθη
εκεί που χάνεται η ματιά/σύννεφα κομματιασμένα
απ’ του ανέμου το μαχαίρι/δειλά ξεγυμνώνουν
του ουρανού την κορμοστασιά.
Το γαλάζιο φωτεινό/ και πάλι ακτινοβολεί.
Έσυρε της ελπίδας τα κουρέλια
μέχρι τη μεγάλη πύλη./ Σπιθόβολη η ματιά του
Καρφώθηκε στο μεγαλόπρεπο ρόπτρο.
Θλιμμένο φρούριο/ξεδιπλώνεται μπροστά του,
υγρασία πεζής ζωής.
Όλα φρεσκοπλυμένα/καλοβαλμένα
απελπιστικά τέλεια/σαν του ορθολογισμού την ελπίδα
σκορπάει πίσω της/ νεκρά περιστέρια.
Το μαύρο δέρμα του
ταράζει την ευταξία της θλίψης.
Η πύλη έμεινε ερμητικά κλειστή.
Σύρθηκε τότε/Στα βράχια της ακτής
Ένα μοναχικό λουλούδι/ του έγνεψε
-παράθυρο στην ελπίδα-
κι αυτός αφέθηκε/ στην απρόσμενη θάλασσα του δέους,
αυτή του πρόσφερε/κροτάλισμα θανάτου
το γουργουρητό στο λαρύγγι/ νερένιος θόρυβος
όσων πνίγονται,/ ορατόριο στων ηττημένων τη μνήμη.
Το αδυσώπητο γαλάζιο της θάλασσας
τον ξέβρασε στης ακτής την ανωνυμία
κι αυτός ήθελε να ζήσει / μα / εσύ / τον έπνιξες.
ΜΑΡΚΟΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ, ποιητής, μέλος της Ε.Ε.Λ.